- ἀνείρομαι
- ἀν-είρομαι (ἔρομαι), ipf. ἀνείρετο: inquire, ask; τινά or τί, or with double acc., ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, ‘what you ask me about,’ Il. 3.177, Od. 1.231.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] … Dictionary of Greek